- ταλαρίσκος
- τᾰλαρ-ίσκος, ὁ, = foreg., Arist.Pr.924b11, Theoc. 15.113, AP6.174 (Antip.<Sid.>).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταλαρίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαρίσκος — ὁ, Α υποκορ. τού τάλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαρος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
ταλαρίσκοις — ταλαρίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαρίσκον — ταλαρίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)